- πλατώ
- και πλατό, τὸ, Ν. άκλ.1. επίπεδη μεγάλη επιφάνεια2. πλατύς χώρος σε κινηματογραφικό στούντιο ειδικά εξοπλισμένος για την κινηματογράφηση τών εσωτερικών σκηνών3. δισκοειδές εξάρτημα τού πικάπ πάνω στο οποίο τοποθετείται ο δίσκος και το οποίο έχει ρυθμιζόμενη σταθερή ταχύτητα για την περιστροφή τού δίσκου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. plateau < plat «επίπεδος» < λατ. *plattus < πλατύς].
Dictionary of Greek. 2013.