πλατώ

πλατώ
και πλατό, τὸ, Ν. άκλ.
1. επίπεδη μεγάλη επιφάνεια
2. πλατύς χώρος σε κινηματογραφικό στούντιο ειδικά εξοπλισμένος για την κινηματογράφηση τών εσωτερικών σκηνών
3. δισκοειδές εξάρτημα τού πικάπ πάνω στο οποίο τοποθετείται ο δίσκος και το οποίο έχει ρυθμιζόμενη σταθερή ταχύτητα για την περιστροφή τού δίσκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. plateau < plat «επίπεδος» < λατ. *plattus < πλατύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλατό — το, Ν άκλ. βλ.πλατώ …   Dictionary of Greek

  • υαλογράφημα — Λέγεται και βιτρώ (vitraux), από τη γαλλική λέξη vitrail στον πληθυντικό της. Το υ., βυζαντινή εφεύρεση του 4ου ή 5ου αι., θριάμβευσε στη δυτική αρχιτεκτονική όταν επικράτησε ο γοτθικός ρυθμός. Αν και δεν ήταν άγνωστο στους ρομανικούς καλλιτέχνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”